Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ὁπλιτῶν

См. также в других словарях:

  • ὁπλιτῶν — ὁπλῑτῶν , ὁπλίτης heavy armed masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλιτεία — ὁπλιτεία, ἡ (Α) [οπλιτεύω] η υπηρεσία τών οπλιτών («ναυτικὴ ὁπλιτεία» η υπηρεσία τών οπλιτών στο ναυτικό, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Lelantinischer Krieg — Darstellung zweier archaischer Reiter auf einer Vase des 6. Jahrhunderts v. Chr. Als Lelantischer Krieg wird ein Konflikt zwischen den griechischen Stadtstaaten Chalkis und Eretria bezeichnet, der sich in frühgriechischer Zeit – etwa 710 bis 650… …   Deutsch Wikipedia

  • Lelantischer Krieg — Datum ca.710–650 v. Chr. Ort Euböa Ausgang umstritten …   Deutsch Wikipedia

  • Guerra Lelantina — Fecha Entre finales del siglo VIII a. C. y la primera mitad del siglo VII a. C. Lugar Eubea, Grecia Resultado Sujeto de debate …   Wikipedia Español

  • ороужьникъ — ОРОУЖЬНИК|Ъ (21), А с. Тот, кто вооружен, воин: пристѹпиша орѹжьници незнаѥми. посълани отъ брата твоѥго свѧтопълка. Стих 1156–1163, 106 об.; аще воинъ или купець. или простыи чл҃вкъ или инъ ѡрѹжникъ въ воиньскыхъ || станохъ прѣбыва˫а… да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • άγημα — Ομάδα ανδρών του πολεμικού ναυτικού επιφορτισμένη με την εκτέλεση κάποιας υπηρεσίας, στρατιωτικού ή τεχνικού χαρακτήρα. Έτσι, π.χ., το πυροσβεστικό ά. είναι ειδικά εκπαιδευμένο και επιφορτισμένο με την κατάσβεση πυρκαγιών. Το αποβατικό ά. εκτελεί …   Dictionary of Greek

  • αμπέχονο — Είδος αρχαίου μανδύα, μετρίου μεγέθους. Αναφέρεται από συγγραφείς, καθώς και σε επιγραφές και ιδιαίτερα σε καταλόγους αφιερωμάτων στο ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας, στην ακρόπολη της Αθήνας. Παραλλαγή του ήταν το αμπεχόνιο, πιο μικρό και πιο… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάδαρχος — δωδεκάδαρχος, ο (Α) αρχηγός ομάδας δώδεκα οπλιτών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»